- λυπώ
- (AM λυπῶ, -έω)1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ' αἳ φανῶσ' αὐθαίρετοι», Σοφ.γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.)2. μέσ. λυποῡμαι, -έομαι και λυπάμαι και λυπιέμαια) αισθάνομαι θλίψηβ) συμπονώ, ευσπλαχνίζομαι (α. «τόν λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να τόν βοηθήσω» β. «λυπούμενοι τοὺς αἰλούρους καὶ τοὺς ἱέρακας», Διόδ.)3. παθ. δυσαρεστούμαι, στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (α. «λυπήθηκα πολύ για όσα έγιναν χθες βράδυ» β. «ὑμεῑς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ' ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται», ΚΔ)νεοελλ.μέσ.1. τσιγκουνεύομαι(«λυπάται και τη δεκάρα»)νεοελλ.-μσν.1. μέσ. μτφ. υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν λυπάσαι τον κόπο του, που έρχεται να σέ δει και τόν αποφεύγεις;» β. «μὴ λυπηθεῑτε τ' ἅρματα, μὴ λυπηθεῑτε τόλμην, μὴ λυπηθεῑτε θάνατον», Θησ.)2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. λυπημένοςμσν.1. είμαι οδυνηρός2. κακοποιώ3. συμπονώ4. μέσ. α) ανησυχώ, φοβάμαιβ) βασανίζομαι από ερωτικό συναίσθημαγ) πενθώδ) δυσανασχετώ, οργίζομαι, αγανακτώε) θρηνώ, θρηνολογώ5. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) λυπούμενος, -ένη, -ονθλιβερός6. φρ. «λυπᾱται τὸ μάτι μου»α) στενοχωριέμαι, πικραίνομαιβ) ευσπλαχνίζομαιμσν.-αρχ.1. βλάπτω, ζημιώνω, προξενώ καταστροφή («καὶ λῃσταὶ ἅμα τὴν Λακωνικήν ἧσσον ἐλύπουν ἐκ θαλάσσης», Θουκ.)2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ λυπούμενονη λύπηαρχ.(για ιππικό ή ψιλούς στρατιώτες)ενοχλώ κάποιο στράτευμα με συχνές επιθέσεις («καὶ οἱ ἱππῆς τῶν Συρακοσίων ἥκιστα αὐτοὺς ἐν τῷ ἔργω καὶ πρὸ αὐτοῡ λυπήσειν», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη, πιθ. κατά το ἀλγέω].
Dictionary of Greek. 2013.